- κονίδιο
- Σπόριο αγενούς αναπαραγωγής, το οποίο σχηματίζεται στις κορυφές ή στις πλευρές ειδικών υφών του μυκηλίου των μυκήτων. Είναι χαρακτηριστικά στους ανώτερους μύκητες και, ειδικότερα, στους ασκομύκητες και στους δευτερομύκητες. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία κ. που μπορεί να διαφέρουν ως προς το σχήμα, το χρώμα, τον αριθμό των κυττάρων και την προέλευσή τους· ωστόσο, όλα δημιουργούνται είτε με θαλλική ανάπτυξη, όπου ολόκληρο το κύτταρο μετασχηματίζεται σε κ., είτε με βλαστική ανάπτυξη, όταν μόνο ένα μέρος του κυττάρου αναπτύσσεται σε κ. Τα κ. βρίσκονται στα άκρα εξειδικευμένων υφών, που καλούνται κονιδιοφορείς, και τα οποία επίσης ποικίλλουν ως προς τη μορφή. Τα κ. και οι κονιδιοφορείς αποτελούν συστηματικά γνωρίσματα για τους μύκητες που τα φέρουν.
Κονίδιο στο μικροσκόπιο.
* * *το (μυκητ.)αγενές αναπαραγωγικό ακίνητο σπόριο τών μυκήτων, χαρακτηριστικό τών ατελών μυκήτων και τών ασκομυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. conidium < con- < κον- (< κόνις) + -idium (< -ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.